- σαλαγγιά
- η, Ν(αλιευτ.) αλιευτικό εργαλείο, αποτελούμενο από τρία έως τέσσερα αγκίστρια, ενωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν μια μικρή άγκυρα, και χρησιμοποιούμενο, κυρίως, για το ψάρεμα κεφάλων και χταποδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.